ΣΑΡΤΑΡΕΣ (ΠΑΛΙΑΚΑ ΣΠΙΤΙΑ)

 968 total views,  1 views today

ΣΑΡΤΑΡΕΣ  (ΠΑΛΙΑΚΑ  ΣΠΙΤΙΑ)

        Η Γελάνθη, όταν ήταν κτισμένη στην παλιά της τοποθεσία, στα  Αη-Γιώργια,  δεν γνωρίζουμε από πόσα σπίτια αποτελούνταν, αλλά και ούτε με ποιο τρόπο κατασκευάζονταν τα σπίτια τους. Από την προφορική παράδοση, αλλά και από άλλες πηγές, γνωρίζουμε ότι εκείνη την εποχή, γύρω στο 1770, τα σπίτια τους ήταν καλύβες.  Την καλύβα την έφτιαχναν στενόμακρη και την κυρία είσοδο προς την Ανατολή ή και προς το Νότο για να τους προφυλάσσει από τους βοριάδες.  Τα υλικά με τα οποία κατασκεύαζαν την καλύβα ήταν, νεροκαλάμια, σκλίδα, ραγάζια, (υλικά άφθονα στα βαλτώδη μέρη), λυγαριές ή και ευλύγιστες βέργες διαφόρων φυτών.  Τα καλάμια αυτά ή οι λυγαριές  ήταν διαπλεγμένα μεταξύ τους και παλαμισμένα με αχυρόλασπη ή με χώμα ανακατωμένο με βουνιές (κοπριές) αγελάδων.

      Ακολουθώντας τα ίχνη της προφορικής παράδοσης του χωριού μας, όπως την πρωτάκουσα γύρω στα 1955 πρώτα από τον παππού μου  Δημήτριο (Μήτσιο) Αθ. Μπαντή και αργότερα από τους αδελφούς Δημήτριο και Στέφανο Νικ. Μακρυγιάννη, από τον Απόστολο Λεων. Γκέκα και άλλους γέροντες, οι προγονοί μας, ερχόμενοι από τα Αη Γιώργια στο νέο οικισμό γύρω στα 1710 ή λίγο αργότερα, εγκατέλειψαν τις καλύβες και  άρχισαν να φτιάχνουν τα σπίτια τους με πλιθιά και να τα σκεπάζουν με κεραμίδια.  Η κατασκευή αυτών των  πλινθόκτιστων σπιτιών γινόταν σε χαμηλό μακρόσυρτο σχήμα ορθογώνιου τετράπλευρου  με  μήκος 15μ., ή 20μ. ή και 25μ., πλάτος 4μ. ή και 6μ,  και ύψος 2,70 μ. περίπου, ή σε σχήμα τετραγώνου (10Χ10μ.).  Στα θεμέλια και σε ύψος 40-50 πόντους πάνω από τη γη  χρησιμοποιούσαν  πέτρες από το ποτάμι του χωριού μας, τον Πάμισο, και μετά συνέχιζαν το κτίσιμο με πλιθιά. Τα πλιθιά τα κατασκεύαζαν με σκληρό κοκκινωπό αργιλώδες χώμα  ανακατωμένο με άχυρο και νερό, και αφού το ζύμωναν με τα πόδια 3-4 άνδρες  γινόταν λάσπη και απλωνόταν σε ξύλινο καλούπι 8-10 πλιθιών για να ξεραθούν  στον ήλιο. Τα πλιθιά τα έκοβαν (έφτιαχναν) κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες και είχαν διαστάσεις 30Χ10Χ10 πόντους το καθένα.  Γούρνες, μεγάλοι λάκκοι, όπου γινόταν τα πλιθιά ήταν: Η γούρνα η «Καμπεραίϊκη», δεξιά της εξόδου του χωριού προς το Μαυρομμάτι, η γούρνα του «Αρλάνη» νότια από τα Αργυραίϊκα μαντριά και η γούρνα του «Λάμπρου Ανδρέου», βόρεια από τα μαντρί του Βασίλη. Χασιώτη.

     Οι  οντάδες-νοντάδες-κάμαρες  δηλ. τα  δωμάτια  ήταν  χαμηλοτάβανα, δεν είχαν ταβάνι,  έβλεπες κατ ευθείαν τα κεραμίδια. Το ύψος τους  δεν ξεπερνούσε τα 2,50 μέτρα  και ήταν 6Χ6μ. ή και μεγαλυτέρων διαστάσεων. Η σκεπή στηριζόταν πάνω σε μαδέρια που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ολόκληροι κορμοί δένδρων  χωρίς καμιά  επεξεργασία.

     Οι εσωτερικοί τοίχοι (διαιρέσεις)  γινόταν με καλάμια ή με βέργες λυγαριάς δασοπλεγμένες μεταξύ τους και παλαμισμένες με αχυρόλασπη. Τα δωμάτια (κάμαρες) στο δάπεδο ήταν «παλαμισμένα»   με κόκκινο συνήθως χώμα, ανακατωμένο με λίγη βουνιά αγελάδας. Το έπαιρναν συνήθως από τα χαντάκια σκάβοντάς τα βαθιά ή από τις γούρνες (λάκκους) που έκοβαν   τα πλιθιά.  Τα έστρωναν, κυρίως το χειμώνα, με ψάθες,  φτιαγμένες με ψαθί-δραγάζι του βάλτου (τις αγόραζαν από το παζάρι της Καρδίτσας ή των Τρικάλων). Πάνω στις ψάθες έστρωναν τσιόλια (είδος κουβέρτας, φτιαγμένα στον αργαλειό) και κοιμόταν όλα μαζί τα μέλη της  οικογένειας, στη σειρά. Κάθε 15 μέρες, σήκωναν τις ψάθες, τις έβγαζαν στην αυλή και τις τίναζαν, και όταν καμιά φορά,  τα μικρά παιδιά τις  κατουρούσαν,  τις έβγαζαν το πρωί στον ήλιο να στεγνώσουν για να μη σαπίσουν. Σπάνια έβρισκε κανείς ξύλινο κρεβάτι, κι αν υπήρχε σε μερικά σπίτια, θα ήταν κι αυτό στρωμένο με ψάθα. Πολλοί ήταν εκείνοι που κοιμόταν καταή (κάτω, καταγής) στο χώμα χωρίς ψάθα καν. Τα μακρόσυρτα αυτά σπίτια, οι λεγόμενες  «σ α ρ τ ά ρ ε ς», για καλύτερη θέρμανση, είχαν την πρόσοψή τους κυρίως προς το Νότο ή την Ανατολή, είχαν δε και πολλές εισόδους,  μία  για κάθε οικογένεια.

      Σε κάθε σαρτάρα ζούσαν πολλές μαζί οικογένειες,  συγγενικές συνήθως μεταξύ τους. Στη σαρτάρα π.χ των Οικονομαίων και Μπανταίων ζούσαν 8 οικογένειες,  έχοντας η καθεμιά  ένα ή δυο δωμάτια και τη δική της ξεχωριστή είσοδο. Όλο το χωριό ζούσε σε  17 τέτοιες σαρτάρες. Δεξιά του κεντρικού δρόμου που οδηγεί από την εκκλησία προς το Μουζάκι και από Β.Α.  προς τα Β.Δ υπήρχαν οι παρακάτω ΣΑΡΤΑΡΕΣ:

Η θέση όπου ήταν η κάθε "ΣΑΡΤΑΡΑ" από το 1820 περίπου μέχρι το 1955 που σώθηκαν μερικές

Η θέση όπου ήταν η κάθε “ΣΑΡΤΑΡΑ” από το 1820 περίπου μέχρι το 1955 που σώθηκαν μερικές

  1. Η σαρτάρα των Γκουμαίων. Έμειναν εδώ μόνο οι οικογένειες όλων των Γκουμαίων.  Βρισκόταν Βόρεια  από το καφενείο του Στέφανου Θωμ. Γκούμα.
  2. Η σαρτάρα του παπα- Γεωργούλη, Νταλαίων και ΜητσιαναίωνΈμεινε εδώ η οικογένεια του παπά Γεωργίου Αποστ. Κωστούλα, αργότερα πήρε το επώνυμο Παπαποστόλου από τον πατέρα του που ήταν και αυτός παπάς, Παπαποστόλης. Παντρεύτηκε την Ελένη, αδελφή του Θωμά  Γ. Παλιόπουλου που ήρθε από το Φανάρι μαζί με τις αδελφές της Καλλιόπη Γεωργ. Γάκια και Τριανταφυλλιά,  γυναίκα του Ευαγγέλου Τρίμμη και Λεωνίδα Γκέκα σε δεύτερο γάμο.  Στην ίδια σαρτάρα έμειναν και οι οικογένειες των Νταλαίων. Κάποιος Ντάλας, ίσως ο Αναστάσης, υιοθέτησε το Δημήτριο Γεωργ. Τρίμμη (Μητσιάνης).  Έτσι, στην ίδια σαρτάρα έμεινε και η οικογένεια του Μητσιάνη.  Βρισκόταν  Β.Δ.  από το σπίτι του Δημητρίου Ευθ. Τρίμμη.
  3. Η σαρτάρα των Μακρυγιανναίων, Παλιοπουλαίων και Χαντουμαίων. Έμειναν εδώ οι οικογένειες των αδελφών Δημητρίου και Αθανασίου (Κατσίκα) Μακρυγιάννη. Η οικογένεια Θωμά Γεωργ. Παλιόπουλου, ήρθε γαμπρός από το Φανάρι στο Μακρυγιάννη, ίσως στο Θανάση, καθώς και η οικογένεια του Ευγγέλου Βασ. Χαντούμη. Βρισκόταν ανατολικά από το σπίτι της Ανδρονίκης Χα Φώτη Μιχ. Μακρυγιάννη.
  4. Η σαρτάρα των Αγγελοπουλαίων (Αγγελαίων).  Έμειναν εδώ μόνο οι οικογένειες όλων των Αγγελαίων. Αργότερα προστέθηκε και η οικογένεια του Αθανασίου Κακάμη. Βρισκόταν βόρεια από το σπίτι του Αθανασίου Γρηγ. Κακάμη.

          Στο κέντρο του χωριού και δεξιά του δρόμου προς τα Β.Δ, υπήρχαν οι παρακάτω σαρτάρες:

  1. Η σαρτάρα των  Μανικαίων.  Έμειναν εδώ μόνο οι οικογένειες όλων των Μανικαίων.  Βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Ευάγγελου Στεργ. Μανίκα.
  2.  Η σαρτάρα των Κουτελαίων.  Έμεινε η οικογένεια του Γιαννάκη Κουτέλα  με τα παιδιά του Κων/νο, Σεραφείμ, Γεώργιο και Βασίλειο. Η οικογένεια του Γεωργίου Κουτέλα με τις θυγατέρες του Αλεξάνδρα, Χαρίκλεια, Ευθυμία και Ευσταθία. Οι οικογένειες των αδελφών Ευαγγέλου, Στεφάνου, Δημητρίου και η οικογένεια του Ηλία Αναστ. Κουτέλα με τα παιδιά του Τάσιο, Νικόλαο, Τέλη, Γιώργο, Πέτρο και Ευτυχία. Αργότερα προστέθηκε και η οικογένεια του Κων/νου Γκαραγκούνη ο οποίος ήρθε γαμπρός, από το Γαρδίκι Πύλης-Τρικάλων,  στον Γεώργιο Κουτέλα, παντρεμένος με την Χαρίκλεια. Βρισκόταν εκεί όπου σήμερα είναι το σπίτι του Γεωργίου Ιωαν Κουτέλα και η αχυρώνα του Πέτρου Ηλ. Κουτέλα.
  3. Η Σαρτάρα των Καλαμποκαίων.  Έμειναν αρχικά οι οικογένειες των αδελφών Νικολάου και Λάμπρου Καλαμπόκα, του Χρήστου Γ. Καλαμπόκα, του Βασιλείου Γεωργούλα (τα πρώτα χρόνια του γάμου του με την Ευθαλία, ετεροθαλή αδελφή  του Χρήστου Γ. Καλαμπόκα), του Περικλή Σδράκα, υιοθετημένος από το Λάμπρο Καλαμπόκα,  και αργότερα των αδελφών Κωνσταντίνου και Δημητρίου Νικ. Καλαμπόκα.  Βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα  το σπίτι της Ντίνας Νικ. Καλαμπόκα-Καλύβα με επέκταση προς βορά.
  4. Η σαρτάρα των Οικονομαίων και Μπανταίων. Έμειναν οι οικογένειες των αδελφών Γιάννη και Νικολάου Γεωρ. Οικονόμου, του Βασίλη Οικονόμου, των αδελφών Γιαννάκη, Αθανασίου και Βασιλείου Μπαντή, του Νικολάου Γκούμα και αργότερα προστέθηκε η οικογένεια του Λάμπρου Κακάμη ο οποίος ήρθε γαμπρός από τα Χάρμαινα.  Βρισκόταν βόρεια και δυτικά από το σπίτι της Χρυσούλας Χα Δημτρ. Χασιώτη, θυγατέρα του Αθαν Βασ. Οικονόμου.
  5. Η σαρτάρα των Τριμμαίων.  Έμειναν οι οικογένειες των αδελφών Αντωνίου, Ευαγγέλου, Γεωργίου και Αλεξάνδτου Κων. Τρίμμη. Η οικογένεια του Νικολάου Τρίμμη (Ντελός), οι οικογένειες των αδελφών Βασιλείου και Κων/νου Ευαγ Τρίμμη (Τσιάκας), η οικογένεια του Κων/νου Δημ. Χασιώτη και του Βασιλείου Δουμανά, γαμπρός από το Μαυρομμάτι. Βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα οι αποθήκες του Χασιώτη, Δουμανά, Βασιλ. Θωμ. Τρίμμη και Γεωργ. Αλεξ. Τρίμμη.

 Από Ν.Δ.  προς  Ν.Α,  οι σαρτάρες:

  1. Η σαρτάρα του AΘαν. Μπούτσικα. Έμεινε η οικογένειά του, και αργότερα η οικογένεια του Νικολάου Κανιούρα. Ο Αθ. Μπούτσικας ήρθε γαμπρός από τα μέρη του Καρπενησίου και έβαλε γαμπρό στην κόρη του Στυλιανή, τον Σωτήρη Μαγγίπα, πατέρα του Χαρίλη, από την Καππά Καρδίτσας. Βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα εκεί όπου σήμερα είναι το σπίτι του Χρήστου Γεωργ.  Τσιούμα.
  2. Η σαρτάρα των Σβωλαίων και Ανδραίων.  Έμειναν οι οικογένειες όλων των παππούδων και προσπάππων σημερινών Σβωλαίων και Ανδραίων. Βρισκόταν Νότια από το παλιό μαγαζί του Λάμπρου Στεφ. Ανδρέου και Ανατολικά από το σπίτι του Αποστ. Χρηστ. Ανδρέου.
  3. Η σαρτάρα των Γακαίων.  Έμειναν οι οικογένειες των αδελφών Νικολάου (Καμπέρη), Ευαγγέλου και Ιωάννου Βασ. Γάκια του οποίου η γυναίκα Μαρία πήρε άνδρα, σε δεύτερο γάμο, τον Λάμπρο Κορλό από το Θερινό Αργιθέας. Επίσης έμεινε η οικογένεια του Γεωργίου Βασ. Γάκια, πατέρας του Θανασάκη Γάκια και παππούς του Βασίλη (Τσακιτζή) και αργότερα προστέθηκε και η οικογένεια του Παναγιώτη Κόκκαλη. Βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το σπίτι των κληρονόμων του Γεωργίου Κανιούρα.
  4. Η σαρτάρα των άλλων Γακαίων.  Έμειναν οι οικογένειες του Βασιλείου Γάκια, (πατέρας του Σταύρου Γάκια) και του Αρχοντή Γάκια (πατέρας του Σπύρου και προσπάππους του Λάμπρου Χρ. Γάκια).  Βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι η αποθήκη (αχυρώνα) του Λάμπρου Γάκια και δυτικά του σπιτιού του Σταύρου Γεωργ. Γάκια. Η σαρτάρα αυτή πιθανόν να ήταν μία με την προηγούμενη με αριθμ 12.
  5. Η σαρτάρα των Αργυραίων και Τσιομαλαίων.  Έμειναν οι οικογένειες των Αργυρακαίων (Αργυραίων), των αδελφών Κων/νου και Σπύρου Δημ. Τσιόμαλου. Αργότερα προστέθηκε και η οικογένεια του Αντώνη Δραγούτσου που ήρθε γαμπρός από την Κρυοπηγή (Ζηρέτσι) στην Ελένη (Ρόζαινα) γυναίκα του   Κων/νου Αργυράκη, παντρεύτηκε τη θυγατέρα τους Γεωργία Κ. Αργυράκη. Βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι η αποθήκη του Ιωάννη Γ. Δραγούτσου και Μιχάλη Ιωαν. Αργύρη.
  6. Η σαρτάρα των Κωστουλαίων.   Έμειναν εδώ μόνο οι οικογένειες όλων των Κωστουλαίων. Βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Γεωργίου Νικ. Κωστούλα.
  7. Η σαρτάρα των Τσιουμαίων.  Έμειναν εδώ μόνο οι οικογένειες όλων των Τσιουμαίων. Βρισκόταν Νότια από το σπίτι της Κασσιανής Χα Χρήστου Ευαγ. Γάκια  Κατά τον πόλεμο με τους τούρκους του 1878, τη σαρτάρα αυτή οι τούρκοι τη χρησιμοποίησαν ως πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο. (Προφορική παράδοση του Στέφανου Κων. Τσιόμαλου).
  8. Η σαρτάρα των Ζιωγαίων. Έμεινε εδώ η οικογένεια του Ζιώγα ο οποίος αργότερα έβαλε γαμπρό στη θυγατέρα του Ευαγγελή τον Ευάγγελο Γκαραβέλα από την Οξυά. Βρισκόταν Νότια από το σπίτι της Ζωής Ευαγ. Γκαραβέλα, γυναίκα του Χρήστου Κοθρά από το Πολυνέρι Πύλης.

      Δεν  μας είναι γνωστό πότε κατασκευάστηκαν αυτές οι σαρτάρες.  Εάν λάβουμε υπ΄ όψη μας ότι μια τέτοια κατασκευή μπορούσε να διατηρηθεί και μέχρι 120-150 χρόνια, τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι κατασκευάστηκαν επί τουρκοκρατίας, γύρω στο 1800, ή το αργότερο γύρω στο 1830-40.  Πάντως, οι περισσότερες από τις παραπάνω σαρτάρες διατηρήθηκαν  μέχρι τη δεκαετία του 1950, άλλες δε τότε ήταν κατοικήσιμες και άλλες χρησιμοποιήθηκαν ως αποθηκευτικοί χώροι.  Μετά από την αγορά του χωριού μας από το Ζωγράφο (1920), πολλές οικογένειες  άρχισαν να κτίζουν νέα σπίτια. Τα νέα σπίτια κτιζόταν τώρα κάπως μακριά από τις σαρτάρες ή σε άλλο οικόπεδο με ανατολικό ή νότιο προσανατολισμό.  Ήταν κτισμένα σε σχέδιο ορθογώνιο τετράπλευρο, διαστάσεων περίπου 10μ  μήκος και 6μ πλάτος.  Στα θεμέλιά τους και 50 εκατοστά περίπου πάνω από τη γη χρησιμοποιούσαν πέτρες που τις κουβαλούσαν από το ποτάμι με τα μονόκαρα ή τα διπλόκαρα. Το υπόλοιπο τμήμα των περιμετρικών τοίχων κτιζόταν,  όπως και οι σαρτάρες,  με  πλιθιά.

      Το στήσιμο κάθε σπιτιού άρχιζε με τον αγιασμό του παπά και το μάτωμα των θεμελίων με το αίμα ενός ζώου συνήθως κόκορα ή αρνιού. Ο νοικοκύρης ή ο πρωτομάστορας έσφαζε το ζώο στα θεμέλια και το έσερνε γύρω-γύρω για να ματώσουν τα θεμέλια και να είναι στέργιο και ευλογημένο το σπίτι. Το χτίσιμο ενός σπιτιού ήταν γεγονός για όλο το χωριό. Εξάλλου όλοι, λίγο-πολύ, συμμετείχαν κυρίως στο κουβάλημα των υλικών. Ο κάθε χωριανός ένιωθε τη λαχτάρα και τις έγνοιες του γείτονα για το σπίτι απ΄ τα δικά του βιώματα. «Αν δεν παντρέψεις κορίτσι και δεν κτίσεις σπίτι δεν νιώθεις από έξοδα», ήταν σχετικά η αφορισματική κατακλείδα στις κουβέντες τους. Το στήσιμο του σπιτιού τελείωνε με τα «Μαντηλώματα» στη στέγη.

 


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.