ΒΑΡΑΝ ΜΑΝΤΗΛΙΑ

 520 total views,  1 views today

ΒΑΡΑΝ   ΜΑΝΤΗΛΙΑ

      Οι μαστόροι, αφού τελείωναν το κτίσιμο όλων των τοίχων, έπρεπε έπειτα να φτιάξουν την τσιατή δηλ. τη σκεπή του σπιτιού. Η τσιατή, κατά την αφήγηση του αρχιμάστορα της κομπανίας “Αδελφοί Βασιλ. Ν.Τρίμμη”, Γεωργίου Β. Τρίμμη, γινόταν ως εξής: Πρώτα-πρώτα έφτιαχναν κάτω στη γη δυο, τρία ή και τέσσερα ζευτά, ανάλογα δηλ με το μήκος του σπιτιού. Τα ζευτά αποτελούταν από ένα μεγάλο μαδέρι μήκους όσο και το πλάτος του σπιτιού και σε 15-20 εκατοστά από τις δυο άκρες του σχημάτιζαν μια κόχη όπου εκεί κάρφωναν λοξά δυο άλλα μικρότερα μαδέρια,  τα ονομαζόμενα μαχιές ή τσιμπίδια. Το μαδέρι μαζί με τις δυο μαχιές σχημάτιζαν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Οι δυο μαχιές που συναντιόταν στην κορυφή του τριγώνου καρφώνονταν στον “παππά” που ήταν ένα χοντρό τμήμα μαδεριού μικρότερο κατά 20 εκατ. από το ύψος του τριγώνου.  Μετά  τοποθετούσαν τα ζευτά πάνω στους τοιχους έτσι ώστε τα δυο ακριανά να απέχουν εξ ίσου από τους δυο τοίχους του μήκους του σπιτιού. Συνδέανε τα ζευτά μεταξύ τους με πέταβρα, σανίδες πλατιές ή με καδρόνια όταν χρησιμοποιούσαν ευρωπαϊκά κεραμίδια. Πριν ακόμη τελειώσουν τη σκεπή και πριν αρχίσουν να τοποθετούν τα κεραμίδια, τέντωναν ένα χοντρό σχοινί από τη μια άκρη της σκεπής μέχρι την άλλη και στη μέση του καβαλάρη ύψωναν έναν  ξύλινο σταυρό, στολισμένο με λουλούδια και ένα άσπρο μαντήλι που συμβόλιζε την ειρήνη και την ευτυχία της οικογένειας του νοικοκύρη, ο δε σταυρός  την  πίστη και την ευλογία  του νέου σπιτικού. Από τη στιγμή αυτή, μαστόροι και καλφάδες (μαστορόπουλα) σκαρφαλωμένοι στον καβαλάρη γύρω απ΄ το σταυρό με τα σκεπάρνια στα χέρια, είναι έτοιμοι να δεχθούν τα δώρα του νοικοκύρη, των συγγενών  και χωριανών του και να αρχίσουν ένα ιδιαίτερο τελετουργικό. Πρώτος πρόσφερε το δώρο ο νοικοκύρης, στον αρχιμάστορα, χάμσο-πχάμσο (πουκάμισο) και στους υπόλοιπους μάλλινα τσιρέπια (κάλτσες) ή πετσέτες.. Ο αρχιμάστορας ή ένας βροντόφωνος μάστορας έπαιρνε το δώρο του νοικοκύρη στα χέρια του και όρθιος, το κουνούσε κι έλεγε φωναχτά με τραγουδιστή έκφραση:  « Ε…ε.. ε…  Καλωσόρισες το τίμιο δώρο του ….(αναφερόταν το όνομα του νοικοκύρη-ιδιοκτήτη), που μας ετίμησε το αφεντικό και δώρισε στους μαστόρους. Να ζήσουν τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Όσα λουλούδια στους αγρούς και φύλλα από τα δέντρα τόσα καλά και αγαθά να του χαρίζει ο Θεός.  Ευχαριστούμε για το δώρο του». Γκαπ-γκουπ ακολουθούσαν τα χτυπήματα των σκεπαρνιών πάνω στα ξύλα της στέγης. Όλα τα δώρα κρέμονταν επιδεικτικά στο σχοινί, ιδιαίτερα δε του νοικοκύρη να καμαρώνει δίπλα στο σταυρό.

      Στη συνέχεια, έως ότου τελειώσει η κατασκευή όλης της σκεπής,  ακολουθούσαν τα δώρα που πρόσφεραν στους μαστόρους οι συγγενείς του νοικοκύρη κι οι χωριανοί. Τα δώρα συνήθως ήταν μαντήλια, απ΄ εδώ βγήκε και η φράση «βαράν μαντήλια στο σπίτι του …», σπάνια πετσέτες ή κάλτσες.  Οι ευχές τώρα, κατά την αφήγηση του Γεωργίου Κ. Αγγέλη, ήταν ανάλογες με την ιδιότητα εκείνου που πρόσφερε το δώρο. Αν είχε ανύπαντρα παιδιά έλεγαν:  «Nα δώσει ο Θεός να κάνουν τα παιδιά σου γρήγορα δικό τους σπίτι κι εμείς να ΄μαστε μαστόροι». Για τον κτηνοτρόφο έλεγαν:  «Όσα φύλλα και χορτάρια, τόσα πρόβατα γαλάρια». Σε άλλους έλεγαν:  «Να σου δώσει ο Θεός να ζήσουν τα παιδιά σου κι ότι αγαπά η καρδιά σου». Όταν τελείωνε η οικοδομή, οι μαστόροι μοιράζονταν τα δώρα και πολλές φορές άφηναν κι ένα αναμνηστικό στο νοικοκύρη. Το έθιμο αυτό γινόταν μέχρι το 1960 περίπου και ονομαζόταν «Βαράν (χτυπάν) τα μαντήλια στο σπίτι του….»  Αφού τελείωνε το στήσιμο του σπιτιού, ο νοικοκύρης έκανε ένα καλό τραπέζι στους μαστόρους, κόκορα ή αρνί και ντόπιο κρασί. Πλήρωνε τους μαστόρους με χρήματα ή με είδος σιτάρι ή καλαμπόκι κι έπαιρνε τις ευχές των μαστόρων:  «καλορίζικο», «να το χαίρεστε»,  «να ΄ναι ευλογημένο», «να ζήσετε και να το χαίρεστε».


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.