ΑΣΧΟΛΙΕΣ

 1,335 total views,  1 views today

ΑΣΧΟΛΙΕΣ–ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ–ΕΚΤΑΣΕΙΣ  ΚΑΤΟΙΚΩΝ  ΓΕΛΑΝΘΗΣ

     Οι χωριανοί μας, αφού αγόρασαν τα κτήματα από την Ελένη Χα Σόλωνα Ζωγράφου,  συνέχισαν να καλλιεργούν τα χωράφια τους με τις ίδιες καλλιέργειες, όπως και πριν, κυρίως δε με δημητριακά. Λίγοι ασχολήθηκαν, για τις οικογενειακές τους ανάγκες βέβαια με την αμπελουργία, και μόνο ένας, ο Ευάγγελος Λ. Καλαμπόκας, ασχολήθηκε για λίγα χρόνια και χωρίς επιτυχία  με την εκτροφή  μεταξοσκωλήκων. Η κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η πιο βασική απασχόληση των παππούδων και πατεράδων μας (1920-1980), ήταν:

Α) Η ΚΑΠΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ.  Ήταν η πιο δύσκολη και κοπιαστική δουλειά των αγροτών μας. Διαρκούσε σχεδόν όλο το χρόνο. Άρχιζε από το Φεβρουάριο μήνα με τα λεγόμενα «ουτζάκια» δηλ. τη δημιουργία φυτωρίων σε βραγιές. Οι βραγιές σκεπαζόταν με βάτα ή με διάφορες βέργες για να προστατεύονται από τα πουλιά, κότες και άλλα ζώα. Το πότισμά τους γινόταν τακτικά, σχεδόν κάθε δυο-τρεις μέρες με τα ραντιστήρια-ποτιστήρια που τα λέγανε συνήθως «ρινστάρια». Μετά, όταν τα φυτά έφταναν γύρω στους 20 πόντους άρχιζε το φύτεμα. Από τις αρχές Μαϊου δημιουργούταν οι παρέες γυναικών που θα έκαναν το φύτεμα.

Φύτευμα καπνού στα "Τρία Πλατάνια

.ΝΕΕΣ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΝΤΡΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ, ΜΕΣΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΓΡΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΦΥΤΕΥΟΥΝ ΜΕ ΤΟ ΣΟΥΒΛΙ ΚΑΠΝΟ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ. ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΑ ΑΥΛΑΚΙΑ. 1970. (Αρχείο Γεωργ. Μπαντή).

                      Πρωί-πρωί οι γυναίκες πήγαιναν στα ουτζάκια, ξερίζωναν με προσοχή τα φυτά, τα τοποθετούσαν στα γαλίκια-κοφίνια από βέργες λυγαριάς  ή από καλάμια, τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια και μετά πήγαιναν στο χωράφι. Εκεί, οι άνδρες έφτιαχναν τα αυλάκια και οι γυναίκες με ξύλινο μικρό σουβλί έκαναν τη μεταφύτευση αφού πρώτα βουτούσαν τις ρίζες των φυτών μέσα στη λάσπη για να πάρουν κάποια υγρασία.  Μετά το φύτεμα ακολουθούσε ένα διάλειμμα δυο μηνών περίπου έως ότου τα φυτά μεγαλώσουν και φτάσουν ένα μέτρο ύψος και παραπάνω.  Στο διάστημα αυτό γινόταν το σκάλισμα, το ξιαγράδιασμα και τα ραντίσματα του καπνού με ισχυρά φυτοφάρμακα. Τώρα άρχιζε ένας καινούριος μπελάς, το μάζεμα-σπάσιμο του καπνού.  Από τα μεσάνυχτα, οι γυναίκες με τα γκαζοκάνδηλα  στα χέρια και το γαλίκι στον ώμο πήγαιναν στο χωράφι. Φύλο-φύλο γινόταν το σπάσιμο και κάθε 15-20 φύλα σχημάτιζαν τις πίτες ή χεριές. Οι άνδρες συνήθως έβαζαν τις χεριές στα γαλίκια και σπάνια μάζευαν καπνό.  Υπήρχαν γυναίκες που τα χέρια τους έπαιζαν, πήγαιναν βροχή δηλ. μάζευαν πολύ γρήγορα, δυο και τρία γαλίκια η κάθε μια. Το μάζεμα τελείωνε πριν σηκωθεί πολύ ο ήλιος, γύρω στις 9 η ώρα. Όταν το καπνό έφτανε στο σπίτι μικροί και μεγάλοι στρωνόταν στο αρμάθιασμα, η δε νοικοκυρά, κατάκοπη από το μάζεμα, ασχολούταν για λίγο με το μαγείρεμα και την καθαριότητα του σπιτιού και ύστερα καθόταν κι αυτή στο αρμάθιασμα. Τώρα χρειαζόταν μεγάλη προσοχή για να περάσει το κάθε φύλο στη σακοράφα, όχι βέβαια όπου τύχει αλλά στο κοτσάνι δηλ στο νεύρο. Όταν γέμιζε η σακοράφα, την άδειαζαν σε χοντρό και δυνατό σπάγκο και γινόταν οι αρμαθιές, μήκους περίπου 1,50 μέτρο.  Τα δάκτυλα γινόταν μαύρα-πίσσα από την κόλλα του καπνού των δε πρωτάρηδων καταμάτωναν από τη σακοράφα. Η κούραση των γυναικών ήταν τόση μεγάλη που πολλές φορές δεν άντεχαν την αϋπνία και λαγοκοιμόταν κατά το αρμάθιασμα.   Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω φωτογραφία όπου ο φωτογραφικός φακός συνέλαβε την αγρότισσα Όλγα Απ. Μπαντή να λαγοκοιμάται ενώ αρμάθιαζε καπνό.   7 BARMAUIASMA

  Όταν τελείωνε το αρμάθιασμα, συνήθως αργά το απόγευμα, οι αρμαθιές πήγαιναν αμέσως  για κρέμασμα στις ηλιάστρες και αφού , μετά από μέρες, ξεραινόταν καλά, δέκα-δέκα σχημάτιζαν ένα τόπι. Τα τόπια παρέμειναν κρεμασμένα στις αποθήκες ή στους στάβλους μέχρι το Φθινόπωρο.  Με τα πρωτοβρόχια  μαλάκωναν τα τόπια. Τώρα άρχιζε ένας καινούριος μπελάς, το πάτημα του καπνού στην κάσα για να γίνει  δέματα. Το πάτημα ήταν λεπτή και σοβαρή δουλειά. Ξανά φύλο-φύλο περνούσε από τα χέρια των γυναικών, γινόταν η διαλογή, τα άχρηστα φύλα πετιόταν τα δε καλά τοποθετούνταν στην κάσα και πατιόταν από κάποιον άνδρα. Μεγάλος ανταγωνισμός γινόταν ποιος θα φτιάξει τον καλύτερο καπνό και τα καλύτερα δέματα. Ο πιο καλλιτέχνης στην κατασκευή των δεμάτων αλλά και μερακλής σε όλες τις γεωργικές δουλειές ήταν ο Βαγγέλης Ιωάν. Αργύρης. Μετά τα Χριστούγεννα ή και λίγο αργότερα κατέφθαναν οι καπνέμποροι με τους μεσιτάδες τους για την αγορά των καπνών. Το παζάρι γινόταν στο σπίτι του κάθε μεσίτη και σπάνια στο καφενείο. Με την υπογραφή του πρώτου πωλητή, το νέο διαδινόταν αστραπιαία σε όλο το χωριό. «Έσπασε η αγορά, έσπασε η αγορά !!!!! Μεγάλος αναβρασμός, αναστάτωση και ταραχή επικρατούσε σε όλο το χωριό. Καθένας ρωτούσε να μάθει: -Ποιος την έσπασε; -Πόσο πήγε η τιμή; -Στα Χάρμαινα έσπασε με καλύτερη τιμή!!!!. Τρεχάλα ο κάθε παραγωγός πήγαινε από μεσίτη σε μεσίτη για να δει τη βαθμολογία του καπνού του ή και να τον παρακαλέσει, εάν δεν το είχε κανένας γραμμένο, να το συμπεριλάβει στην κατάσταση του. Μεσίτες και έμποροι δούλευαν για λογαριασμό των καπνοβιομηχάνων και πληρωνόταν απ΄ αυτούς. Μεσίτες της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτου υπήρξαν οι χωριανοί μας, Χρήστος Κουτέλας και αργότερα ο Κώτσιος Τσιούμας, και της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου ο Χρήστος Μανίκας και Φώτης Μιχ. Μακρυγιάννης.Οι έμποροι, με διάφορες δικαιολογίες προσπαθούσαν να ρίξουν την τιμή του καπνού.   Μία έλεγαν ότι δεν τους αρέσει το χρώμα, μια ότι έχει ανάψει ο καπνός, την άλλη ότι τα χωράφια σου δεν βγάζουν καλό καπνό και άλλες φτηνές δικαιολογίες. Πολλές φορές μάλιστα έβγαζαν άχρηστα ολόκληρα δέματα καπνού και ανάγκαζαν τους καπνοκαλλιεργητές να τα καίνε με την επίβλεψη των αρμοδίων. Τότε η στενοχώρια και το κλάμα των γυναικών πήγαινε σύννεφο, οι κόποι τους μιας ολόκληρης χρονιάς πήγαιναν χαμένοι και ο καπνός τους γινόταν αληθινός «καπνός» φωτιάς. Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι το 1965 περίπου. Μετά η ενασχόληση με τα καπνά έγινε πιο υποφερτή αφού το αρμάθιασμα, μετά το 1975, γινόταν με ηλεκτροκίνητη μηχανή και από το 1980 το φύτεμα γινόταν με μηχανή που έσυρε το τρακτέρ. Η καλλιέργεια του καπνού εκτοπίστηκε  από το χωριό μας γύρω στο 2005, λόγω μη συμφέρουσας τιμής και επιδοτήσεων των αγροτών από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Διάφορα γεωργικά εργαλεία. (Συλλογή Γεωργ. Απ. Μπαντή)

Διάφορα γεωργικά εργαλεία. (Συλλογή Γεωργ. Απ. Μπαντή)

                                                                   Β)  ΘΕΡΟΑΛΩΝΙΣΜΟΣ

         Ο θυμόσοφος λαός μας έχει δημιουργήσει πολλές παροιμίες, μία απ΄ αυτές, λέει: «Τρύγος, Θέρος, Πόλεμος».

        Ο θέρος, μέχρι τη δεκαετία του 1960 περίπου, γινόταν τον Ιούνιο μήνα. Ο μήνας αυτός ονομαζόταν από τους γεωργούς μας και Θερστής-Θεριστής, ο δε Ιούλιος, επειδή τότε γινόταν το αλώνισμα, ονομαζόταν και Αλωνάρης. Ο θέρος ήταν πολύ επίπονη και κοπιαστική δουλειά των αγροτών μας. Αφού, τον καιρό εκείνο δεν υπήρχαν θεριστικές μηχανές, γινόταν με το δρεπάνι, κυρίως από τις γυναίκες.  Άρχιζε πριν βγει καλά-καλά ο ήλιος και κρατούσε σχεδόν μέχρι τη δύση του ήλιου. Οι νεαρές κοπέλες μπουρμπουλωμένες (τυλιγμένες) στο κεφάλι με άσπρες μαντήλες και οι μεγαλύτερες γυναίκες με πολύχρωμα τσιμπέρια, “σωστά παλληκάρια”, χούφτωναν με το αριστερό χέρι ένα μάτσο σιτάρι και με το δρεπάνι στο δεξί θέριζαν αδιάκοπα ενώ συγχρόνως έλεγαν τραγουδιστά τα παράπονά τους: “Θερίζει η κόρη μοναχή και μοναχή το δένει, σκύβει να πάρει τη χεριά και δάκρυα τη γεμίζει”.  ” Όλη μερίτσα στη δουλειά με το δρεπάνι στο χέρι με το παιδί στην αγκαλιά και το βυζί στο στόμα!!!”.  Ναι, έτσι γινόταν τότε οι  δουλειές με κόπο πολύ, ιδρώτα στο πρόσωπο και με μεγάλη στεναχώρια, φαρμάκι, πολλές φορές, στο στόμα όταν έβλεπαν να καταστρέφεται η σοδειά τους λόγω θεομηνίας ή άλλης αιτίας.. Χειροπιαστό παράδειγμα, η μάνα μου που την καυτερή μέρα της 1ης Ιουλίου του 1943 ενώ θέριζε με την ψυχή στο στόμα, την έπιασαν οι πόνοι τοκετού, πέταξε άρον-άρον το δρεπάνι από το χέρι της, εγκατέλειψε εσπευσμένα το θέρο και τρέχοντας γρήγορα-γρήγορα  μόλις που πρόφτασε να φτάσει στο σπίτι, με γέννησε.                               Σημαδιακή και σημαντική συνάμα ήταν η μέρα αυτή, 1η Ιουλίου του 1943, για όλο το χωριό μας γιατί, τη μέρα αυτή προσγειώθηκε στα «Στιαράλωνα» ένα Γερμανικό πολεμικό αεροπλάνο, «Στούκας». Η ιστορία του είναι γνωστή. Οι χωριανοί μας μαζεύτηκαν όλοι εκεί και φοβούμενοι μήπως καταφτάσουν οι αντιστασιακές ομάδες από το Μαυρομμάτι και για να αποφύγουν τυχών αντίποινα από τους Γερμανούς, προέτρεψαν τους δυο πιλότους να απογειωθούν. Έτσι κι έγινε. Μετά από λίγη ώρα το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Γκέρμπεσι, σημερινό Καρποχώρι. Οι εκεί αντάρτες  δολοφονούν τον ένα πιλότο και καίνε το αεροπλάνο. Την άλλη μέρα ακολουθούν τα αντίποινα των Γερμανών και όλο το χωριό παραδίδεται στις φλόγες.

ΤΡΥΓΟΣ, ΘΕΡΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΣ!!!!, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΤΙΚΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ. ΜΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΜΗΧΑΝΕΣ, Ο ΘΕΡΟΣ ΓΙΝΟΤΑΝ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΥΡΙΩΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΠΑΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΚΥΡΙΩΣ ΕΦΤΙΧΝΑΝ ΤΑ ΔΕΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΡΙΕΡΓΙΕΣ (ΤΡΙΑ-ΤΡΙΑ ΤΑ ΔΕΜΑΤΙΑ). ΤΟ ΘΕΡΙΣΜΑ ΑΡΧΙΖΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΧΕΔΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ. Ο ΚΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΣ ΗΛΙΟΣ ΣΤΑ ΑΔΕΝΔΡΑ ΧΩΡΑΦΙΑ  ΤΗΣ ΓΕΛΑΝΘΗΣ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΕ ΣΤΙΣ ΘΕΡΙΣΤΡΙΕΣ ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΨΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΣΒΗΝΕ ΜΕ ΤΟ ΣΚΟΥΡΔΑΡΙ (ΣΚΟΡΔΟ ΣΤΟΥΜΠΙΣΜΈΝΟ ΜΕ ΞΥΔΙ ΚΑΙ ΝΕΡΟ) (Αρχείο Γερωργ. Απ. Μπαντή).

ΤΡΥΓΟΣ, ΘΕΡΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΣ!!!!,  Η οικογένεια αποστόλου Δ. Μπαντή και Σταύρου Δ. Μάνη θερίζουν στο χωράφι  στον “ΤΕΓΟ”, 1963-65 (Αρχείο Γεωργίου Απ. Μπαντή)

                                                                                                                                                Λίγοι άνδρες θέριζαν, οι περισσότεροι ασχολούταν με το δεμάτισμα, δέσιμο των δεματιών και την τοποθέτησή τους σε τριεργιές δηλ. έστηναν τα δεμάτια τρία-τρία  με τα στάχυα προς τα πάνω σε σχήμα πυραμίδας ή τα τοποθετούσαν στη γραμμή με τέτοιο τρόπο που τα στάχυα του ενός  δεματιού κάλυπταν το άλλο μισό δεμάτι. Ο Βαγγέλης Δημ. Μακρυγιάννης μας πληροφορεί, όπως τ΄  άκουσε από τον πατέρα του, ότι: «Τα καλύτερα δρεπάνια τα λέγανε λελέκια, τα χρησιμοποιούσαν οι άξιοι δουλευταράδες θεριστάδες του χωριού μας: Κώτσιος Θωμά Κωστούλας, Νίκος Κων. Κουτέλας και Δημήτριος Νικ. Μακρυγιάννης που πήγαιναν για μεροκάματο στον απέραντο  κάμπο της Λάρισας».  Ο καυτός και δυνατός ήλιος, στα  χωράφια της Γελάνθης, προκαλούσε στους θεριστές/τριες μας αφόρητη δίψα η οποία έσβηνε, τις περισσότερες φορές, με το λεγόμενο «σκορδάρι» δηλ. στουμπισμένο σκόρδο με τριμμένο ξερό ψωμί, ξύδι και νερό.

ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΔΗΜ (ΛΑΚΑ) ΓΚΟΥΜΑ, ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΖΩΗ ΝΙΚ. ΑΝΔΡΕΡΟΥ, ΙΣΩΣ Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΠΕΤΡ. ΚΟΛΟΧΕΡΗ, ΙΣΩΣ Η ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΡΟΚ. ΤΡΙΜΜΗ, ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΕΩΡΓ. ΚΑΛΑΜΠΟΚΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΩΝ. ΤΡΙΜΜΗ (ΚΑΤΣΑΝΟΥ)  (ΑΡΧ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΝΔΡΕΟΥ)

ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΔΗΜ (ΛΑΚΑ) ΓΚΟΥΜΑ, ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΖΩΗ ΝΙΚ. ΑΝΔΡΕΡΟΥ, ΙΣΩΣ Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΠΕΤΡ. ΚΟΛΟΧΕΡΗ, ΙΣΩΣ Η ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΡΟΚ. ΤΡΙΜΜΗ, ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΕΩΡΓ. ΚΑΛΑΜΠΟΚΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΩΝ. ΤΡΙΜΜΗ (ΚΑΤΣΑΝΟΥ) (ΑΡΧ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΝΔΡΕΟΥ)

                                                                                                                                                        Aφού τελείωνε ο θερισμός, άρχιζε η μεταφορά των δεματιών  με τα διπλόκαρα, τα  οποία έσερναν σωματώδη βόδια με τσιγκελωτά  κέρατα ή αγελάδες και σπάνια  άλογα, από το χωράφι στα «Στιαράλωνα», τόπος ΝΑ του χωριού.   Το φόρτωμα στο κάρο έπρεπε να γίνει με προσοχή και τέχνη, γιατί, εάν κακοφορτώνοταν, και όπως οι χωμαρόδρομοι ήταν γεμάτοι με λακκούβες, το κάρο παταρνούσε  (αναποδογύριζε), το σιτάρι τριβότανε και ο γεωργός έκανε δεύτερο κόπο να το φορτώσει ξανά με μεγάλη ζημιά.  Εκεί, στα «Στιαράλωνα», κτιζόταν με δεξιοτεχνία οι θημωνιές κυρίως σε ορθογώνιο σχήμα και μερικές φορές σε κυκλικό. Οι θημωνιές σχημάτιζαν ένα σωστό οικισμό με αποστάσεις μεταξύ τους για να μπαίνει αναμεσά τους η πατόζα (αλωνιστική μηχανή) κι εκεί το παιδομάνι, σωστό μελίσσι, να παίζει ολημερίς κρυφτό, κλέφτες και αστυνόμοι ανάμεσα στις θημωνιές.

     Αρκετές φορές γινόταν και αψιμαχίες μεταξύ των σιτοπαραγωγών για το ποιος θα πιάσει το κάπως ψηλότερο μέρος για να στήσει εκεί τη θημωνιά του για να φεύγει εύκολα το νερό, σε περίπτωση βροχής, και να μη σαπίζουν τα  κάτω δεμάτια. Για να μην μπαίνει το νερό της βροχής μέσα στη θημωνιά, έκτιζαν την οροφή της δίρεχτη ή τετράριχτη (όπως και στα σπίτια) και πάντα με τα στάχυα προς τον κατήφορο και το επάνω δεμάτι να καλύπτει με τα στάχυα του το μισό κάτω δεμάτι. Για τον ίδιο σκοπό, αφού τελείωνε το κτίσιμο της θημωνιάς άνοιγαν περιμετρικά της ένα μικρό αυλάκι.  Η μεταφορά των σιταριών και το κτίσιμο της θημωνιάς  διαρκούσε πάνω από 20 ημέρες και γινόταν από δυο ανθρώπους, ο πιο νέος και δυνατός να δίνει με το φουρκέλι (διχάλι) τα δεμάτια πάνω στο κάρο και ο πιο μεγαλύτερος σε ηλικία και πεπειραμένος να τα τοποθετεί στο κάρο με τέχνη. Στις δυο πλάγιες μακριές πλευρές του κάρου υψωνόταν σε κάθε πλευρά του, τρεις «χάλποι», ξύλινα κοντάρια σαν σπαθιά ύψους 1,5-2 μέτρα για να καρφώνονται σε αυτά δεμάτια και το όλο φορτίο να είναι ασφαλές.  Αφού τελείωνε το φόρτωμα δένανε τα δεμάτια σφιχτά στο κάρο με μαξοτριχιά, αμαξιτριχιά, δηλ. χονδρό γερό σχοινί.    Το καλύτερο κτίσιμο, τόσο στο κάρο όσο και στη θημωνιά, το έκανε πάντοτε ο καθ΄ όλα μερακλής του χωριού μας, Βαγγέλης Ιωαν. Αργύρης, δεν άφηνε να εξέχει ούτε ένα εκατοστό, δεμάτι από δεμάτι, εξ΄ άλλου όλες τις δουλειές του τις έκανε, με κάθε σχολαστικότητα και επιμέλεια, στην τρίχα.

Αλωνισμός στα "ΣΤΙΑΡΆΛΩΝΑ" με πατόζα (Αρχ. Κων/νου Βασ. Παπαποστόλου)

Αλωνισμός στα “ΣΤΙΑΡΆΛΩΝΑ” με πατόζα (Αρχ. Κων/νου Βασ. Παπαποστόλου)

Τα αλώνια (αλωνισμός) άρχιζαν τον Ιούλιο  (Αλωνάρη) μήνα και τελείωναν στα μέσα του Αυγούστου ή και αργότερα.  Λοφίσκοι-λοφίσκοι γινόταν οι θημωνιές με το άχυρο. Οι μικροί, κυρίως αγόρια, οδηγούσαν εκεί τις αγελάδες τους για να τρώνε τα «μπχούδια-σκίβαλα», ψιλό άχυρο με πολύ ψιλοκομμένο καρπό σιταριού.

                                      Μετά τον αλωνισμό άρχιζε η άλλη κουραστική δουλειά για τους μικρούς, η μεταφορά του άχυρου από τ΄αλώνια στον αχυρώνα. Ο πατέρας φόρτωνε το άχυρο στο κάρο με τη «φκούλα», μεγάλη πιρούνα με 5-6 μεγάλα δόντια και τα μικρά  παιδιά του πάνω στο κάρο να πατώνουν (πιέζουν) το άχυρο με τα πόδια. Για να μη χύνεται το άχυρο, το κάρο ήταν περιφραγμένο με σίτα που το ύψος της έφτανε τα 2 μέτρα περίπου.

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΧΥΡΟΥ (Φωτό δανεισμένη από το αρχείο του Παναγιώτη ,Καρποχώρι Καρδίτσας)

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΧΥΡΟΥ (Φωτό δανεισμένη από το ΙΝΤΕΡΝΕΤ)

Αγκομαχώντας τα βόδια έσερναν το γεμάτο μέχρι τα καραούλια κάρο με άχυρο και το, πλεύριζαν  στον τοίχο του αχυρώνα. Τα παιδιά άδειαζαν γρήγορα-γρήγορα το άχυρο με τα πόδια και μετά έμπαιναν αμέσως μέσα στον αχυρώνα. Ο πατέρας,  με τη φκούλα πάλι, έριχνε το άχυρο μέσα στον αχυρώνα από ένα μικρό παραθυράκι ή από την πόρτα. Τα παιδιά μεταφέραν το άχυρο,  αγκαλιές-αγκαλιές ή με κλωτσιές στο βάθος του αχυρώνα και το πάτωναν. Η κατάσταση γινόταν αποπνικτική, για τα παιδιά.  Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπό τους,  σκόνη και άχυρα κολλούσαν στο βρεγμένο από τον ιδρώτα σώμα τους. Η ζέστη, ανυπόφερτη. Ο βήχας και το φτέρνισμα ασταμάτητα., και η δίψα να μη σβήνει με τίποτε. Η δουλειά αυτή για τα παιδιά ήταν ένα φοβερό μαρτύριο. Αργότερα, μετά το 1970, η κατάσταση αυτή άλλαξε. Ήρθαν οι πρέσες που δένουν το άχυρο σε μπάλες (δέματα), σήμερα μάλιστα μέσα στο χωράφι.

               Μέχρι το 1960 περίπου, το αλώνισμα του σταριού γινόταν με πατόζα MARSAL (αλωνιστική μηχανή) πρώτα του Ζωγράφου και μετά το 1925 με πατόζα των χωριανών μας, Ευάγγελου Βασ. Χαντούμη, για λίγα χρόνια, και του Δημητρίου (Μήτσιου) Αθ. Μπαντή με μικρές διακοπές μέχρι το 1961.  Τα μετέπειτα χρόνια γινόταν από τους Μαυρομματιανούς αλωνιστές, Βασιλείου Χούτου, Αριστοτέλη (Τέλη) Πάνου και Γεωργίου (Παγόνα) Σδράκα. Από τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα (1980-1990) και μέχρι σήμερα, ο θερισμός και ο αλωνισμός γίνεται με κομπίνες (θεριζοαλωνιστικές μηχανές). Ενώ τον παλιό καιρό, όλοι οι χωριανοί, άνδρες, γυναίκες, γέροι, γριές, κορίτσια και αγόρια δουλεύανε ένα μήνα σχεδόν στο θέρο και άλλον ένα στα αλώνια και στη μεταφορά του άχυρου, σήμερα οι δουλειές αυτές διαρκούν μόνο δυο-τρεις εβδομάδες και  μάλιστα σε όλο το χωριό.  Στην πρώτη φωτογραφία που ακολουθεί γίνεται  θεροαλωνισμός, 20-6-2021, στον «Τέγο» του Μπαντή με την κομπίνα του αλωνιστή Χρήστου Κλεάνθη Κουτσιμπέλη από το Μαυρομμάτι.  Πόσο άλλαξαν οι καιροί και πόσο απαλλάχτηκαν από την επίπονη κι κουραστική δουλειά οι γεωργοί μας!!!!  Πάντοτε όμως το σπίτι τους (η σοδειά τους) παραμένει ξεσκέπαστο, αφημένο στις ορέξεις του καιρού. Τη φετινή  χρονιά, (2021), ο καιρός ευνόησε τα σιτηρά μας και η παραγωγή πήγε πολύ καλά, 400 με 500 κιλά το στρέμμα αλλά και η τιμή τους είναι κάπως ικανοποιητική,  25-27 λεπτά το κιλό, το σκληρό σιτάρι και το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο έφτασε στα 45-50 λεπτά το κιλό.

Θεροαλωνισμός στον Τέγο του Μπαντή με την κομπίνα του αλωνιστή Χρήστου Κλ. Κουτσιμπέλη και οδηγό τον Άγγελο Βασ. Τσιατσό, 20-6-2021 (Αεχ. Γεωργ΄. Μπαντή

Θεροαλωνισμός στον Τέγο του Μπαντή με την κομπίνα του αλωνιστή Χρήστου Κλ. Κουτσιμπέλη και οδηγό τον Άγγελο Βασ. Τσιατσό, 20-6-2021 (Αεχ. Γεωργίου Απ.  Μπαντή)

Αλώνισμα ροβιού με (α)δοκάνη που σέρνουν βόδια. Διακρίνονται: Σταύρος Μάνης, Σταυρούλα Ν Μπαντή, Βσίλης και Λάμπρος Μπαντής,  γύρω στο 1952 (Αρχείο Νικολάου Λ. Μπαντή).Αλώνισμα ροβιού με αδροκάνη (αδοκάνη-δοκάνη) που σέρνουν βόδια. Διακρίνονται: Σταύρος Μάνης, Σταυρούλα Ν Μπαντή, Βασίλης και Λάμπρος Μπαντής (γύρω στο 1950 με 1952).

        Τη δεκαετία του 1950 χρησιμοποιήθηκαν για την εύκολη εξυπηρέτηση των γεωργών και μερικά χειροκίνητα μηχανήματα, όπως: Μηχανή ξεσποριάσματος καλαμποκιού του Ευάγγελου Λ. Καλαμπόκα και Γεωργίου Νικ. Παπαποστόλου (πιο πριν γινόταν με το χέρι), το τριέρι που ήταν μηχανή καθαρισμού του σιταριού από τις ξένες ύλες. Τριέρι είχαν οι: Ευάγγελος Λ. Καλαμπόκας, Γεώργιος Βασ. Γεωργούλας, Θωμάς Χρ. Καλαμπόκας και Χρήστος Απ. Ανδρέου.  Επίσης υπήρχαν και 3-4 μπαλομηχανές για δέσιμο κυρίως χορταριών και άχυρων. Μετά το 1960-65 η καλλιέργεια των χωραφιών άρχισε δειλά-δειλά να γίνεται με γεωργικά μηχανήματα,  τρακτέρ. Οι αδελφοί Κων/νος και Δημήτριος Χρ. Μπαντής ήταν οι πρώτοι που έφεραν στο χωριό μας, γύρω στο 1957, μικρό χρησιμοποιημένο τρακτέρ τύπου PORSE,  θεριστική μηχανή και λίγο αργότερα μηχανοκίνητη χορτοδετική πρέσα.

Γ)  ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

        Κάθε οικογένεια έτρεφε και λίγα ζώα, κυρίως πρόβατα, για να καλύπτει τις ανάγκες διατροφής τους, όπως το γάλα και το τυρί και το μαλλί για να φτιάχνουν διάφορα μάλλινα υφαντά ρούχα όπως: Φανέλες, τσιρέπια (κάλτσες), σκούτινα παντελόνια για τους γερόντους, γυναικείες φούστες, ποδιές, βελέντζες (φλοκάτες με φλόκους και στέρφα χωρίς φλόκους) για σκέπασμα, πατανίες, μάλλινα σεντόνια, προσκέφαλα, τραπεζομάντηλα, δισάκια τορβάδες και σχεδόν όλη την προίκα των κοριτσιών. Όλα αυτά τα έφτιαχνε με τα χρυσά χεράκια της κάθε νοικοκυρά. Πρώτα-πρώτα έξυνε (επεξεργαζόταν) το μαλλί με το λανάρι, μετά το έβαζε στη ρόκα (ξύλινο δίχαλο)και με το αδράχτι και το σφοντύλι το μετέτρεπε σε το έκανε νήμα (κλωστή). Στη συνέχεια το έβαφε και μετά με το τσικρίκι το έκανε μασούρια ή κουβάρια για να πλέξει όλα τα χρειαζούμενα για την οικογένεια πλεκτά.  Πολλές νοικοκυρές είχαν στο σπίτι τους και τον αργαλειό  για να υφαίνουν όλα τα μάλλινα σκεπάσματα, διαδρόμους κ.λ.π. κυρίως τις χειμωνιάτικες μέρες.

Οι μικροπροβατοτρόφοι Τόλιος Δ. Μπαντής Και Βασίλης Αλεξ. Τρίμμης, στα Τυμπάνια, 1965-67, (Αρχ. Κων/νου Βασ. Τρίμμη)

Οι τσοπαναραίοι Τόλιος Δ. Μπαντής και Βασίλης Αλεξ. Τρίμμης,1965-67, ποζάρουν μπροστά στο κοπάδι του Λάμπου Θάνου, στα “Τυμπάνια” (Αρχ. Κων/νου Βασ. Τρίμμη)

   Οι περισσότερες οικογένειες είχαν από ένα μικρό κοπάδι  από 20 μέχρι 30-40 πρόβατα, λίγοι δε, 4-5, είχαν μεγάλο κοπάδι από 60-100 πρόβατα.   Όλοι τους έτρεφαν τα πρόβατά τους μόνοι τους κοντά στο σπίτι τους ή στο μαντρί τους που τυχόν το είχαν περιμετρικά του χωριού. Το καλοκαίρι και συγκεκριμένα από τη γιορτή του Άη-Γιώργη μέχρι του Αγίου Δημητρίου, ρόγιαζαν τα πρόβατα δηλ. 3-4 οικογένειες που είχαν από 20-30 πρόβατα, έκαναν ένα τσελιγκάτο (έσμιγαν τα πρόβατά τους σε ένα μεγάλο κοπάδι), έβαζαν ένα ξενοχωρίτη, κυρίως ορεινό άνδρα, για βοσκό και ην ρόγα (αμοιβή του βοσκού) γίνονταν με είδος, σιτάρι ή καλαμπόκι και σπάνια με χρήματα. Τον καιρό εκείνο, 1950-1960, όλο το χωριό έτρεφε γύρω στα 3.000 πρόβατα και πλήρωναν στην Κοινότητα, ετησίως, ένα μικρό ποσό για  βοσκή, το λεγόμενο  φόρο βοσκής. Σήμερα, το ζωϊκό κεφάλαιο των προβάτων μόλις φτάνει  στα 300 περίπου πρόβατα που τρέφεται από 6 προβατοτρόφους. Κάθε οικογένεια πριν από το 1955, εκτός από τα πρόβατα είχε, από ένα ή δυο βόδια, μεγαλόσωμα και δυνατά που αποτελούσαν το λεγόμενο ζευγάρι για το όργωμα των χωραφιών αλλά και για τη μεταφορά διαφόρων γεωργικών προϊόντων με το διπλόκαρο (κάρο με 4 ξύλινες ρόδες). Όσοι είχαν από ένα βόδι συμπρέβανε (συνεργάζοταν) ανά δυο και έφτιαχναν ένα ζευγάρι. Πιο παλιά, πριν το 1940, δυο βόδια έσερναν τον αραμπά (κάρο με δυο μεγάλες ξύλινες ρόδες. Μετά το 1955, τα βόδια αντικαταστάθηκαν από αγελάδες οι οποίες τρέφονταν όχι μόνο για το όργωμα αλλά και για το γάλα και το μοσχαράκι που από την πώλησή του έφερε και λίγα χρήματα στην οικογένεια. Επίσης, κάθε οικογένεια έτρεφε από την άνοιξη μέχρι τα Χριστούγεννα και από ένα γουρούνι για το κρέας, λουκάνικα και τη λίπα (λίπος). Για βοηθητικές μικρές δουλειές είχαν το υπομονητικό γαϊδουράκι (αρσενικό) ή γουμάρα (θυλυκή γαϊδούρα). Πρέπει να αναφέρουμε ακόμη πως, 5-6 οικογένειες είχαν από ένα άλογο ή δυο για όργωμα και μεταφορά διαφόρων προϊόντων και υλικών με διπλόκαρο ή μονόκαρο.

Δ)  ΑΛΛΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ

     Όπως βλέπουμε, στα χρόνια των παππούδων μας αλλά και των πατεράδων μας, όλοι οι κάτοικοι του χωριού μας ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι συγχρόνως. Ασφαλώς υπήρχαν και μερικοί που εκτός από τη γεωργία και την κτηνοτροφία για να βελτιώσουν κάπως καλύτερα τα του ζην τους, ασχολούταν περιοδικά-εποχιακά και με άλλη ασχολία. Οι αδελφοί Μήτσιος (Δημήτριος) και Ηλίας Μάνης, γεννήθηκαν στο Ζηρέτσι (Κρυοπηγή Καρδίτσας) από γονείς καταγόμενους από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, ήρθαν γαμπροί στο χωριό μας λίγο πριν το 1920 και ασχολήθηκαν με την τέχνη του  καλατζή-γανωτή, τέχνη που κληρονόμησαν από τον πατέρα τους και μετέφεραν στο χωριό μας.

      Ο παπα-Κώστας Οικονόμου (διπλανή φωτογραφία) και ο αδελφός του Χρυσόστομος (Αγρονόμος) ασχολήθηκαν με την μελισσοκομία.

Ο παπα-Κώστας Οικονόμου επιθεωρεί τα μελίσσια του, 1960 (Αρχ. Άγγ. Οικονόμου)

Ο παπα-Κώστας Οικονόμου επιθεωρεί τα μελίσσια του, 1960 (Αρχ. Άγγ. Οικονόμου)

 Επίσης εκείνα τα χρόνια υπήρξαν και τρεις παραδοσιακοί μαραγκοί, ο Πάνος Κόκκαλης και ο Κώτσιος Ν. Καλαμπόκας που έφτιαχναν πόρτες, παράθυρα, μεσάντρες και φέρετρα. Ο Βασίλης Παπαϊωάννου έφτιαχνε κάδες και αμπάρια για αποθήκευση γεωργικών προϊόντων. Αργότερα μετά το 1960, ασχολήθηκε με την μαραγκοσύνη ο Στέφος Θ. Τρίμμης. Σήμερα, με την μαραγκοσύνη-επιπλοποιού ασχολείται συστηματικά μόνο ο Κων/νος Στ. Τρίμμης με το γιο του Στέφανο, διαθέτοντας σύγχρονα μηχανήματα.

      Μέχρι το 1960 περίπου που, το κτίσιμο των σπιτιών γινόταν με πλιθιά, υπήρξαν λίγοι χωριανοί μας που συγκροτούσαν μια παρέα (ομάδα) και έκοβαν (έφτιαχναν)  τα πλιθιά, κατά χιλιάδες, κατόπιν παραγγελίας του ενδιαφερομένου νοικοκύρη που θα έκτιζε σπίτι. Η δουλειά τους ήταν επίπονη και κουραστική γιατί γινόταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες μέσα στο λιοπύρι. Πολλές φορές αναγκαζόταν να πάνε και σε ξένα χωριά του κάμπου όπου υποχρεωνόταν να κοιμούνται στο ύπαιθρο και να αντιμετωπίζουν όχι μόνο το θέμα διατροφής αλλά και τα θεόρατα κουνούπια. Από το είδος της δουλειάς τους πήραν το προσωνύμιο πλιθάδες. Αυτοί ήταν: Θωμάς Στ. Γκούμας, Γεώργιος Σταυρ. Γάκιας, Γεώργιος Κανιόυρας (Γρανίτσας), τα αδέλφια Σταύρος και Πάνος Δημ. Μάνης, Κώτσιος και Βασίλης Τρίμμης (Τσιακαίοι).

    Επίσης, τους καλοκαιρινούς μήνες, για τη φύλαξη των αμπελιών και μποστανιών από τους κλέφτες, στην περιοχή «Αμπέλια» και «Άη-Γιώργια) ανελάμβανε τη φύλαξή τους ο δραγάτης (αμπελοφύλακας).

Ο Στάυρος Δημ. Μάνης, αμπελοφύλακς και ο Θωμάς Αργύρης, 1960 (Αρχ. Άγγ. Οικονόμου)

Ο Πάνος Δημ. Μάνης, αμπελοφύλακς και ο Θωμάς Ευαγγ. Αργύρης, 1960 (Αρχ. Άγγ. Οικονόμου)

Έφτιαχνε τη σκοπιά-τραγασιά του πάνω σε φουντωτό δένδρο ή την έστηνε πάνω σε 4 ψηλά μαδέρια και απ΄ εκεί επόπτευε όλη την περιοχή. Αμειβόταν με σιτάρι μόνο από τους ιδιοκτήτες αμπελιών που του ανέθεταν τη φύλαξη.  Εάν έπιανε κάποιον νεαρό να κλέβει σταφύλια, τον έδενε πισθάγκωνα, τον έδερνε άγρια και το χειρότερο τον διαπόμπευε δεμένο μέσα στο χωριό.  Όπως αναφέρει η προφορική παράδοση, προπολεμικά υπήρξε δραγάτης ο Γεώργιος Βασ. Σβώλος (Καραβασίλης) και μετά ο Σεραφείμ Κουτέλας. Απ΄ότι θυμάμαι καλά, μετά το 1950, τη δουλειά αυτή ανελάμβανε συνήθως ο Μάνθος Νικ. Κανιούρας, ο Σωτήρης Κόκκαλης και Πάνος Δημ. Μάνης.

     Συμπληρωματικά αναφέρουμε πως την εποχή των πατεράδων μας 1920-1970, στο χωριό μας υπήρξαν και λίγοι μπακάληδες. Στον κάτω μαχαλά, μπακάλης υπήρξε ο Χρήστος Μανίκας (1935-1975) με βοηθό τη γυναίκα του Βάγγιω (Ευαγγελή) και ο Χρήστος Στ. Κουτέλας (λοχαγός) από το 1935-1958 περίπου.

       Στον πάνω μαχαλά ο Λάμπρος Απ. Ανδρέου (η ταμπέλα του μαγαζιού του έγραφε, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΦΥΡΑ»  και ο Θανάσης   Βασ.  Οικονόμου.

Το παντοπωλείο του Λάμπρου Στ. Ανδρέου "Η ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΦΥΡΑ", σήμερα αφημένο στην τύχη του

Το παντοπωλείο του Λάμπρου Στ. Ανδρέου “Η ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΦΥΡΑ”, σήμερα αφημένο στην τύχη του (Αρχ. Γεωργίου Απ. Μπαντή)

Το παντοπωλείο του Θανάση Β. Οικονόμου, σήμερα κλειστό (Αρχ. Γεωργ. Απ. Μπαντή)

Το παντοπωλείο του Θανάση Β. Οικονόμου, σήμερα κλειστό (Αρχ. Γεωργ. Απ. Μπαντή)

Ο Σωτήρης Μανίκας, αφού δούλεψε ως υπάλληλος σε μπακάλικο στον Πειραιά και απέκτησε κάποια πείρα,  άνοιξε δικό του μπακάλικο στο Μουζάκι, 1945-1970 περίπου, και αργότερα το μετέφερε στο χωριό, δίπλα στο καφενείο του Βασίλη Γάκια (Τσακιτζή). Γύρω στο 1958 το μπακάλικο του Χρήστου Κουτέλα, αγόρασε ο Θανάσης Βασ Γεωργούλας ο οποίος το επέκτεινε και το εμπλούτισε με κάθε είδος προϊόντα, πωλούσε βενζίνη, πετρέλαιο, σωλήνες ύδρευσης κ.λ.π. έχοντας πάντα ως βοηθό  τη σύζυγό του Θεοδώρα. Η προφορική παράδοση μας αναφέρει ότι ο Θανάσης Γεωργούλας ασχολήθηκε κατά την εποχή της κατοχής και ως «γυρολόγος», γύριζε από χωριό σε χωριό με ένα κασελάκι και πωλούσε διάφορα μικροπράγματα, κλωστές, βελόνια κ.λ.π.. Ακόμη, όταν  είχε το παντοπωλείο του,  ασχολούταν και ως πλακατζής. Αργότερα, ο Θωμάς Στ. Γκούμας, αφού δούλεψε στη Γερμανία για λίγα χρόνια και επέστρεψε στο χωριό άνοιξε κι αυτός δικό του μπακάλικο-καφενείο (1965 έως 1990) με τζιου μποξ (συσκευή που έπαιζε τραγούδια με δίσκους που επέλεγες ρίχνοντας  κέρμα μιας δραχμής ή δίφραγκο). Ο γιος του Στέφανος γκρέμισε το παλιό μπακάλικο του πατέρα του (1990) κι έκτισε στο ίδιο μέρος διώροφη οικοδομή όπου στο ισόγειό της εγκατέστησε καινούριο παντοπωλείο-καφενείο και ψησταριά το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.

     Απέναντι από το μπακάλικο του Χρήστου Κουτέλα, στο παλιό σπίτι της Βασίλως Χας Αλκιβιάδη Κωστούλα (Αλκαίενας) λειτούργησε με ενοίκιο ένα άλλο μπακάλικο-καφενείο στο οποίο πέρασαν με τη σειρά:

Το παντοπωλείο-καφενείο της Ελένης Πλιάτσικα-Αλκ. Κωστούλα λειτούργησε και με  Αθαν. Γεωργούλα Στέφ. Γκαραγκούνη & Κων/νο Γκαραβέλα καθώς και ως Νηπ/γείο 1969-70 (Αρχ. Γεωργ. Απ. Μπαντή)

Το παντοπωλείο-καφενείο της Ελένης Πλιάτσικα-Αλκ. Κωστούλα λειτούργησε  και ως Νηπ/γείο 1969-70 (Αρχ. Γεωργ. Απ. Μπαντή)

Ο Θανάσης Γεωργούλας (1950-1958), ο Χρήστος Απ. Ζήσης (1958-1960), ο Στέφος Γκαραγκούνης από το 1961 άγνωστο μέχρι πότε και στη συνέχεια ο Κώτσιος Γκαραβέλας. Αργότερα, το 1970,  ο Θανάσης Πλιάτσικας από τη Φυλακτή Καρδίτσας, σύζυγος της Ελένης Αλκ. Κωστούλα, έκτισε στο ίδιο μέρος καινούριο σπίτι και στο χώρο προς τον κεντρικό δρόμο λειτούργησε ο ίδιος νέο μπακάλικο-καφενείο μέχρι το θάνατό του, 2010 (διπλανή φωτογραφία). Μετά, τη διαχείριση του μαγαζιού ανέλαβε η σύζυγος του Ελένη η οποία το υπολειτουργεί μέχρι σήμερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

     Τέλος ο Θωμάς Τσιούμας εγκατέστησε, λίγο πριν το 1970, στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του, μπακάλικο-καφενείο,  έχοντας πάντα ως βοηθό τη σύζυγό του, Γεωργίτσα Ευαγγ. Αργύρη και μέχρι το 2007 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Τα πρώτα χρόνια, στον ίδιο χώρο αλλά για πολύ μικρό διάστημα δούλεψε και ως ράφτης. Βέβαια υπήρξαν και άλλοι χωριανοί μας που ασχολήθηκαν ως καφετζήδες.

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΑΚΟΥΦΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡ. 1/8-2-1980 ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, (ΑΝΑΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΑΚΟΥΦΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡ. 1/8-2-1980 ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, (ΑΝΑΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)

Στο παλιό καφενείο της εκκλησίας (βακούφικο) ασχολήθηκε ως καφετζής ο Γεώργιος Νικ. Παπαποστόλου από το 1950 περίπου, ο Γεώργιος Γεωργούλας, Θρασύβουλος Κουτέλας, Γεώργιος Νικ. Κωστούλας και τέλος η Σοφία Γάκια με το γιο της Βαγγέλη. Στο καινούριο βακούφικο (1982) έγινε καφετζής-σουβλατζής ο Αχιλλέας Κων. Κωστούλας και μετά το θάνατό του η γυναίκα του Δήμητρα με τα  παιδιά τους Κώστα και Ισμήνη μέχρι το έτος 2018. Επίσης, στον πάνω μαχαλά καφετζής υπήρξε ο Θανασάκιας (Αθανάσιος) Γ. Γάκιας και από το 1975 περίπου συνέχισε ο γιος του Βασίλης (Τσακιτζής) ο οποίος το δούλεψε και ως ψησταριά με τζιου μποξ. Λίγο πιο πάνω άνοιξε καφενείο με τζιου μποξ, για λίγα χρόνια όμως, 1968-1975,  ο Σωτήρης Γ. Σβώλος με τη γυναίκα του Ασπασία. Κάθε Σαββατοκύριακο το καφενείο μετατρέπονταν σε σινεμά και γέμιζε από κόσμο για να παρακολουθήσει ταινία που πρόβαλε ο Σωτήρης με την κινηματογραφική του μηχανή που έφερε από τη Γερμανία. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε πως, κινηματογραφική μηχανή είχε και ο Ηλίας Βασ. Παπαϊωάννου ο οποίος πρόβαλλε ταινίες στα γύρω χωριά.  Το 1970 περίπου, ο Βασίλης Καλαμπόκας (Καληνύχτας) μαζί με το γιο του Λάμπρο αφού επανέκαμψαν από την Αθήνα όπου δούλευαν στις λαϊκές αγορές ως καφετζήδες, άνοιξαν κάτω από το σπίτι τους καφενείο με ψησταριά και τζιου μποξ. Για την ιστορία  να αναφέρουμε πως, μεταξύ των τριών τελευταίων αναφερομένων καφετζήδων γινόταν μεγάλος ανταγωνισμός, έβαζαν μεταξύ τους μεγάλη σινεργιά ποιο τζιου μποξ να ακουστεί περισσότερο. Τα τρία τζιου μποξ δούλευαν συγχρόνως στο διαπασών.  Οι περίοικοι δεν άντεχαν τον ήχο και πολλές φορές κλήθηκε η αστυνομία για να σταματήσει η ηχορύπανση. Τελευταία, ο Χρήστος Δ. Μπαντής αφού επανέκαμψε ύστερα από μια δεκαετία  δουλειάς στη Γερμανία, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό μας (2016-17) και ασχολείται ως ταβερνιάρης και η γυναίκα του, Ελένη, ως ζαχαροπλάστης στο Μουζάκι.

     Τέλος, με μεγάλη επιτυχία ασχολήθηκε ως μεταπράτης-έμπορος-εξαγωγέας αρωματικών φυτών, ο Κων/νος Γ. Αγγέλης (Ντούλας Πανάος). Συγκέντρωνε μεγάλες ποσότητες, τόνους ολόκληρους, κυρίως ρίγανη από τα ορεινά χωριά της Αργιθέας, χαμομήλι και μελισσόχορτο  από τα καμποχώρια της Καρδίτσας και των Τρικάλων. Όλη τη ποσότητα των αρωματικών φυτών τη μεταπωλούσε σε εμπόρους μεγάλων πόλεων και κατά το έτος 1963 έκανε την πρώτη του εξαγωγή στις Η.Π.Α.

Ξυλόγλυπτα έργα του Θανάση Αρχιμανδρίτη, συζύγου Ειρήνης Γ. Τρίμμη (Κατσάνου) (Αρχ. Γεωργ. Μπαντή)

Δυο ξυλόγλυπτα έργα του Θανάση Αρχιμανδρίτη,  (Αρχ. Γεωργ. Μπαντή)

Το παρήγορο γεγονός σήμερα (2021) είναι πως, στο χωριό μας, ένας νέος άνθρωπος, ο Θανάσης Αρχιμανδρίτης, σύζυγος της Ειρήνης Γ. Τρίμμη (Κατσάνου)  εκτός από σοβατζής ασχολείται και ως ξυλογλύπτης φτιάχνοντας σπουδαία έργα!!

Τα χρόνια πέρασαν, οι κάτοικοι του χωριού μας αραίωσαν κατά πολύ, το Δημοτικό σχολείο και το Νηπιαγωγείο έκλεισαν, οι δουλειές λιγόστεψαν και απ΄ όλα τα παραπάνω μπακάλικα, καφενεία και ψησταριές, μόνο δυο είναι σε λειτουργία, το μπακάλικο-ψησταριά Στέφανου Γκούμα και η ταβέρνα του Χρήστου Μπαντή κι αυτά με πελάτες μετρημένους στα δάκτυλα των δυο χεριών μας.  Ας ελπίσουμε πως η οικονομία της πατρίδας θα ανακάμψει, οι δουλειές θα ανοίξουν, θα έρθουν και θα ζήσουμε καλύτερες μέρες!!!!!


 ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΓΕΛΑΝΘΙΩΤΩΝ ΠΑΤΑ ΕΔΩ


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.